αρωματοπωλείο

αρωματοπωλείο
το
το κατάστημα όπου πωλούνται τα αρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοπώλης. Η λ. αρωματοπωλείον μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρωματοπωλείο — το το κατάστημα στο οποίο πουλιούνται αρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυροπωλείο — το (Α μυροπωλεῑον και μυροπώλιον) [μυροπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, αρωματοπωλείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”